σύρσιμο

σύρσιμο
το, -ατος
το να έρπει κάποιο ζώο ή το να σύρεται κάτι στο έδαφος: Άκουσε το σύρσιμο τουφιδιού. – Το σύρσιμο της καρέκλας έκανε μεγάλο θόρυβο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύρσιμο — και σούρσιμο, το, Ν 1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη 2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. σιμό (πρβλ. φέρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • διελκυσμός — διελκυσμός, ο (Α) [ελκυσμός] 1. σύρσιμο εδώ κι εκεί 2. καθυστέρηση, παρέλκυση, αναβολή 3. λογομαχία, φιλονικία …   Dictionary of Greek

  • επισπασμός — ἐπισπασμός, o (Α) [επισπώ] 1. εισπνοή 2. (για φίδι) σύρσιμο 3. νύξη, υπαινιγμός 4. αποκόλληση τού εμβρύου 5. απορρόφηση …   Dictionary of Greek

  • ερπηδών — ἑρπηδών, ἡ (Α) 1. το να έρπει κάποιος, το σύρσιμο 2. μτφ. επίθεση, προσβολή, εισχώρηση («τὴν τῆς ἡδονῆς ἑρπηδόνα», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω + ηδών πρβλ. αλ γηδών] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ολκή — η (Α ὁλκή) 1. η έλξη, το σύρσιμο ή το τράβηγμα («ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή» το να σύρει κάποιος το ξαντικό εργαλείο κατά την κατεργασία υφασμάτων, Πλάτ.) 2. η προς τα κάτω ροπή τής πλάστιγγας νεοελλ. 1. το βάρος σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων 2. η… …   Dictionary of Greek

  • ολκός — (I) ὁλκός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.) 2. άπληστος, λαίμαργος 3. αυτός που σύρεται καταγής 4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά δυνατά» 5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • ρύσταγμα — ατος, τὸ, Α [ῥυστάζω] 1. βίαιο σύρσιμο 2. κακή μεταχείριση 3. (σχετικά με γυναίκα) συνουσία μετά από εξαναγκασμό …   Dictionary of Greek

  • σούρσιμο — το, Ν βλ. σύρσιμο …   Dictionary of Greek

  • συριγμός — και συρισμός, ο, ΝΜΑ [συρίζω] σφύριγμα αρχ. 1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.) 2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος 3. ο συριστικός ήχος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”